ὀπισθοκάλυμμα

ὀπισθοκάλυμμα
ὀπισθο-κάλυμμα, τό, Bedeckung von hinten

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπισθοκάλυμμα — ὀπισθοκάλυμμα, τὸ (Α) κάλυμμα, σκέπασμα από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + κάλυμμα (< καλύπτω)] …   Dictionary of Greek

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”